- εξελιξιαρχία
- Φιλοσοφική θεωρία σύμφωνα με την οποία η μετάβαση από μία μορφή ζωής σε μία άλλη ερμηνεύει την υπόσταση τόσο της υλικής όσο και της κοινωνικής πραγματικότητας. Η άποψη για την εξελικτική υφή των όντων, που γνώρισε μεγάλη απήχηση κατά τον 19o αι., με τη διατύπωση και τη διάδοση της δαρβίνειας επιστημονικής θεωρίας, ανάγει την προέλευσή της στην αρχαία ελληνική φυσική φιλοσοφία, στο πλαίσιο της οποίας σημειώνεται για πρώτη φορά η διαμόρφωση μιας δυναμικής (ατομιστικής ή μονιστικής) αντίληψης για τον κόσμο. Στους σημαντικότερους οπαδούς της ιδέας της εξέλιξης, την περίοδο αυτή, ανήκουν ο Θαλής ο Μιλήσιος, που αναγνώρισε ως δημιουργική αρχή των έμβιων όντων το υγρό στοιχείο, ο Εμπεδοκλής, που υποστήριξε ότι ο κόσμος είναι το αποτέλεσμα των δύο αντίπαλων δυνάμεων, της φιλότητας και του νείκους, και ο Ηράκλειτος, που παραδέχτηκε το αέναο γίγνεσθαι των πραγμάτων. Στοιχεία μιας εξελιξιαρχικής αντίληψης μπορούν να ανιχνευθούν αργότερα στο φιλοσοφικό σύστημα του Αριστοτέλη, ο οποίος περιέγραψε με τους θεμελιώδης όρους του δυνάμει όντος και της εντελέχειας τη διαδικασία μορφοποίησης της ύλης («η του δυνάμει όντος εντελέχεια η τοιούτον, κίνησίς εστιν») και ταύτισε το τελειότερο των όντων, τον Θεό, με την καθαρή ενέργεια, το κινούν ακίνητον. Στους προδρόμους της εξεταζόμενης θεωρίας εντάσσονται επίσης οι Στωικοί που, ακολουθώντας ένα τελεολογικό κοσμοθεωρητικό σχήμα, πρότειναν την άποψη για μια συνεπή εξέλιξη των υλικών σωμάτων και οι Επικούρειοι, που μίλησαν για τη διατήρηση ή τη φθορά και τον θάνατο των ζωικών οργανισμών με βάση το κριτήριο της ωφελιμότητάς τους. Η ιδέα της εξέλιξης απασχόλησε στη συνέχεια τους Πατέρες της Εκκλησίας (Γρηγόριος Νύσσης, Αυγουστίνος κ.ά.), οι οποίοι αποδέχτηκαν γενικά τη μεταβλητότητα της ύλης, αναβίωσε κατά την Αναγέννηση και άρχισε να κερδίζει ξανά έδαφος στους νεότερους χρόνους, με τη βαθμιαία ανάπτυξη της επιστημονικής σκέψης και την επικράτηση των ιδεωδών του Διαφωτισμού. Ήδη, τον 17o αι. ο Ντεκάρ διατύπωσε τη χαρακτηριστική υπόθεση ότι οι πλανήτες σχηματίστηκαν εξελικτικά από το πρωταρχικό χάος και ο Βάκων επιδόθηκε στη μελέτη του ζητήματος σχετικά με την εξέλιξη των ζωικών ειδών. Λίγο αργότερα, με το ίδιο ζήτημα καταπιάστηκε ο Λάιμπνιτς, που υπογράμμισε ότι «δεν υπάρχει ούτε γέννηση ούτε θάνατος παρά μόνον εξελίξεις (développements), αυξήσεις και μειώσεις (augmentations et diminutions) οργανισμών ήδη διαπλασμένων», ο Ρομπινέ, που ισχυρίστηκε ότι υπάρχουν οργανικοί πυρήνες, που διακρίνονται από την εξελικτική τους δύναμη και συνιστούν παράγωγη ποικιλία ενός πρωταρχικού (prototype) όντος, και ο Ντιντερό, που αναφέρθηκε στη διαδικασία της εξελικτικής μεταβολής των ζωικών οργανισμών. Η εφαρμογή της ε. στο πεδίο της ιστορικής πραγματικότητας ή των κοινωνικών φαινομένων κατά τους χρόνους αυτούς οφείλεται κυρίως στον Ιταλό φιλόσοφο Βίκο, που εδραίωσε τη φιλοσοφική του κατανόηση του ιστορικού γίγνεσθαι στην αρχή της αιώνιας ανακύκλησης, στον Γάλλο μαθηματικό και φιλόσοφο Κοντορσέ, που επεδίωξε να σκιαγραφήσει την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας χωρίζοντάς την σε δέκα εποχές-σταθμούς, και του Γερμανού κριτικού Λέσινγκ, που αναγνώρισε την εξέλιξη ως καθοριστικό ιστορικό παράγοντα. Με την εμφάνιση του ρομαντικού ιδεαλισμού στη Γερμανία κατά τον 19o αι., η έννοια της εξέλιξης απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και ανυψώθηκε σε βασική ερμηνευτική αρχή της υλικής και κοινωνικής πραγματικότητας. Σύμφωνα με την καντιανή κοσμογονία, το σύστημα των πλανητών αποτελεί εξέλιξη ενός πρωταρχικού νεφελώματος και τα ουράνια σώματα εξελίσσονται με βάση τους δικούς τους μηχανικούς νόμους. Αναφορικά με τη φυσική ιστορία, ο Γερμανός φιλόσοφος υποστήριξε, ξεκινώντας από το δεδομένο της αναλογίας των ζωικών μορφών, ότι η απέραντη ποικιλία των ζωικών ειδών προήλθε από μια κοινή αρχέγονη μήτρα και αναγνωρίζει την παρουσία μιας οργανωτικής δύναμης στον κόσμο που προκαθορίζει τον σκοπό της υλικής εξέλιξης. Με παρόμοιο τρόπο, ο Γκέτε αναφέρθηκε σε μια μεταμορφωτική διαδικασία που διέπει τα έμβια όντα και είναι συνάρτηση μιας εσωτερικής ροπής για τελειότερη οργάνωση και των επιδράσεων των εξωτερικών συνθηκών. Στη βάση της πολλαπλότητας των ζωικών μορφών υπάρχει το υπόδειγμα του τέλειου ζωικού τύπου που παραμένει, στο πλαίσιο του διαρκούς μεταμορφισμού, αναλλοίωτος. Στο φιλοσοφικό σύστημα του Χέγκελ, η ουσία του παντός, η ιδέα, προσδιορίζεται οργανικά από το στοιχείο της εξέλιξης και αποτελεί αρχή διαρκούς γίγνεσθαι. Πρωταρχική επιδίωξη της φιλοσοφίας είναι να παρακολουθήσει τα στάδια της εξέλιξης της απόλυτης ιδέας και να φωτίσει την εσωτερική διαλεκτική της αναγκαιότητα που καθορίζεται από τον τριπλό ρυθμό της θέσης, της αντίθεσης και της σύνθεσης. Για τον Χέγκελ, αυτή η εξέλιξη αντιπροσωπεύει την απόλυτη πραγματικότητα των όντων και ανταποκρίνεται στη στοιχειώδη λειτουργία του πνεύματος που ορίζεται από τη δυναμική μετάπτωση της αντίθεσης είναι και μη είναι σε γίγνεσθαι. Η πορεία της ενέργειας της εξέλιξης, σύμφωνα με το σχήμα της εγελιανής διαλεκτικής, δεν είναι ευθύγραμμη αλλά κυκλική: η αιτία συνιστά αιτία του αποτελέσματος, αλλά και το αποτέλεσμα συνιστά με τη σειρά του αιτία της αιτίας του, η οποία δεν θα ήταν αιτία αν δεν είχε αποτέλεσμα. Με το έργο του Σπένσερ, η θεωρία της εξέλιξης απέκτησε τέτοια ερμηνευτική ισχύ ώστε να εφαρμόζεται σε όλους σχεδόν τους κλάδους του επιστητού. Ο Άγγλος φιλόσοφος επιχείρησε, με αφετηρία τη μεταφυσική υπόθεση ότι ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει το είναι παρά μόνο το γίγνεσθαι που εκδηλώνεται ως σταθερή διανομή της ύλης και της κίνησης, να αποδείξει ότι ο νόμος της εξέλιξης διέπει τόσο την κοσμική όσο και τη βιολογική, την ψυχολογική και την κοινωνική πραγματικότητα. Ειδικότερα, ο νόμος αυτός δικαιολογεί την καταγωγή και τη διαμόρφωση του ηλιακού μας συστήματος από ένα αρχικό νεφέλωμα, εξηγεί τον σχηματισμό της συνείδησης του πολιτισμένου ανθρώπου από το πρωτόπλασμα και υπαγορεύει τη βαθμιαία μετάβαση από την πρωτόγονη μορφή κοινωνίας, που χαρακτηρίζεται από εντάσεις και συγκρούσεις, στη σύγχρονη ανεπτυγμένη μορφή κοινωνίας, που η θεσμική της οργάνωση βασίζεται στα ιδανικά της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Η εξελικτική κοσμοθεωρία του Σπένσερ εισάγει, παράλληλα με την έννοια της προοδευτικής ολοκλήρωσης των οργανικών όντων, και την αντίθετη έννοια μιας διαλυτικής διαδικασίας. Όταν η εξελικτική πορεία φθάσει στο τέλος της, που είναι συνάμα και το κορύφωμά της, όταν δηλαδή πραγματοποιηθεί η μετάβαση από το απλό στο σύνθετο, από το ενιαίο στο ποικίλο και από το ομογενές στο ετερογενές, τότε αρχίζει μια αντίστροφη καταγενετική πορεία, που ταυτίζεται με την επάνοδο από το σύνθετο στο απλό και από το ετερογενές στο ομογενές. Έτσι, το ηλιακό σύστημα θα ξαναγίνει νεφέλωμα, η ανώτερη βιολογική μορφή θα αποσυντεθεί σε πρωτόπλασμα και η πολιτισμένη κοινωνία θα παλινδρομήσει στην πρωτόγονη κατάστασή της, για να ξαναρχίσει ο κύκλος της δημιουργικής εξέλιξης. Η ευρύτατη απήχηση που είχε η άποψη ε. του Σπένσερ στους φιλοσόφους και στους επιστήμονες της εποχής του, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αίσθηση που προκάλεσε η θεωρία του Δαρβίνου για την καταγωγή των ειδών, οδήγησε σε μια αναζωπύρωση των υλιστικών και αθεϊστικών τάσεων, κυρίως στη Γερμανία και στη Γαλλία, που σήμαιναν την αποδέσμευση από την ιδεαλιστική εκδοχή για την εξέλιξη που είχε επιβληθεί με τον Χέγκελ. Στο πλαίσιο αυτού του φιλοσοφικού αναπροσανατολισμού ο Ολλανδός φυσιολόγος Μόλεσοτ διατύπωσε τη θεωρία της μεταμόρφωσης της ουσίας, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε άλλο παρά το μηχανικό άθροισμα των κληρονομικών επιδράσεων των γεννητόρων του και των περιορισμών του τόπου, του χρόνου και του κλίματος. Ο Γάλλος διανοητής Τεν τόνισε την αποφασιστική, καταλυτική σχεδόν, επίδραση του περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της ανθρώπινης ζωής, ο βιολόγος γιατρός Μπίχνερ πρότεινε μια μηχανοκρατική ερμηνεία των πνευματικών και ψυχικών φαινομένων και ο φυσιοδίφης Έρνεστ Χέκελ ισχυρίστηκε, μέσα από το πρίσμα ενός υλοζωικού μονισμού και μιας άκαμπτης μηχανικής αιτιοκρατίας, ότι ο άνθρωπος εξελίχθηκε στη σημερινή του μορφή από τις απλές, στοιχειώδεις μορφές του πρωτοπλάσματος και ότι η καταγωγή του συνδέεται αμεσότερα με ένα είδος ανθρωποειδούς πιθήκου, του πιθηκάνθρωπου. Στην κοινωνική της εκδοχή, η διαλεκτική υλιστική αντιμετώπιση της εξέλιξης αποτέλεσε το φιλοσοφικό υπόβαθρο του μαρξισμού που προσπάθησε να εφαρμόσει την εγελιανή διαλεκτική στο πεδίο της ιστορικής πραγματικότητας, εισάγοντας την έννοια της επανάστασης και τη θεωρία της μετεξέλιξης του σοσιαλισμού στον κομουνισμό. Η σημαντικότερη, ωστόσο, αξιοποίηση της ιδέας της εξέλιξης στον χώρο της φιλοσοφίας οφείλεται στον Νίτσε, που ζήτησε να συμφιλιώσει με αξιοθαύμαστο τρόπο τις απόψεις των Πυθαγορείων και των Στωικών για την ανακύκληση των πάντων και την αέναη επανάληψη στο μέλλον όλων όσων έγιναν έως τώρα, με την αντίληψη του Δαρβίνου και του Σπένσερ ότι ο άνθρωπος είναι το κορύφωμα μιας μακραίωνης εξελικτικής διαδικασίας και προφήτεψε, με σπάνια λυρική δύναμη στον Ζαρατούστρα του, τον ερχομό του Υπερανθρώπου, που θα σημάνει την υπέρβαση του ανθρώπου και την υλοποίηση του θεμελιώδους σκοπού της ζωής. Στον 20ό αι., η σπουδαιότερη επιβίωση του εξελικτισμού αναγνωρίζεται στο σύστημα της ζωτικοδοξίας του Μπερξόν, ο οποίος έδωσε πιο πνευματικό περιεχόμενο στην έννοια της εξέλιξης που ανέπτυξε ο Σπένσερ, και στις θεωρίες του Ντρις (νεοβιταλισμός), ο οποίος απέρριψε τον υλιστικό μονισμό του δασκάλου του, Χέκελ, και χρησιμοποίησε τον αριστοτελικό όρο της εντελέχειας για να εξηγήσει τη γέννηση των ενόργανων όντων.
Ο Άγγλος φιλόσοφος Χέρμπερτ Σπένσερ, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της εξελιξαρχίας.
* * *ηφιλοσοφικό σύστημα που στηρίζεται στην ιδέα τής εξέλιξης.
Dictionary of Greek. 2013.